- ἀγκιστροπώλης
- ἀγκιστρο-πώλης, ου, ὁ,A seller of fish-hooks, Poll.7.198.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκιστροπώλης — ἀγκιστροπώλης, ο (Α) πωλητής αγκίστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + πώλης < πωλῶ] … Dictionary of Greek
ἀγκιστροπῶλαι — ἀγκιστροπώλης seller of fish hooks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)